- φιλονεικεῖν
- φιλονεικέωpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
преть — I I, прею, укр. прiти, прiю, випрiти взопреть, сопреть , др. польск. przec потеть, преть , польск. przec, przeję – то же, н. луж. prěs, prěju засыхать, вянуть . Далее связано с пар (см.). Ср. греч. πρήθω, πίμπρημι зажигаю, вздуваю , гомер.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… … Dictionary of Greek